- φύρσις
- -εως, ἡ, ΜΑ [φύρω]1. ανακάτεμα και ζύμωμα2. μτφ. σύγχυση, μπέρδεμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυρσόστομος — ον, Μ (εμπαικτικό παρωνύμιο) βρομόστομος..(«φυρσόστομον τὸν Ἅγιον Ἰωάννην τὸν Χρυσόστομον ἀτιμάζουσιν οἱ παμμίαροι Βογομίλοι», Ζιγαβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φύρσις «ανάμιξη» + στομος (< στόμα), πρβλ. ἀθυρό στομος. Για τη σημ. τού τ. πρβλ. τη σημ. τού … Dictionary of Greek
φύρσιμος — ον, Α [φύρσις] ανακατεμένος … Dictionary of Greek